- υέτιος
- -α, -ο / ὑέτιος, -ία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α [ὑετός]αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερόςαρχ.1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑέτιοςονομασία λίθου3. φρ. «Ζεὺς ὑέτιος» — προσωνυμία τού Διός ως τού θεού που στέλνει στους ανθρώπους τον υετό.
Dictionary of Greek. 2013.